- τροχαλία
- Απλή μηχανή η οποία αποτελείται από ένα δίσκο, που στρέφεται γύρω από έναν άξονα ο οποίος διέρχεται από το κέντρο του. Στην εξωτερική περιφέρεια της τ. υπάρχει αύλακα, στην οποία προσαρμόζεται το σχοινί ή γενικά ένα όργανο έλξης. Η τ. χρησιμεύει κυρίως για την ανύψωση φορτίων και επιτρέπει στην κινητήρια δύναμη να ενεργεί κατά διεύθυνση ή φορά διαφορετική από τη φορά της αντίστασης. Η τ. καλείται σταθερή όταν ο δίσκος είναι στερεωμένος σε ένα υποστήριγμα με δίχαλο· σε συνθήκες ισορροπίας, η κινητήρια δύναμη και η αντίσταση, που εφαρμόζονται στα δύο αντίθετα άκρα του σχοινιού, έχουν την ίδια ένταση. Η τ. καλείται, αντίθετα, κινητή, όταν ένα άκρο του σχοινιού στερεώνεται σε ένα υποστήριγμα· στην περίπτωση αυτή το φορτίο συγκρατείται από ένα δίχαλο που φέρει ο δίσκος και κάτω από συνθήκες ισορροπίας η ένταση της κινητήριας δύναμης είναι το μισό της αντίστασης.
* * *και τροχιλία, η, ΝΜΑ, και σπάν. τ. τροχιλέα και τροχιλεία και τροχηλία και τροχελλέα και τροχειλέα και τροχιλλέα και τροχαρέα, Α1. τροχός που περιστρέφεται ελεύθερα γύρω από άξονα και έχει αυλακωτή ή λεία στεφάνη όπου περιελίσσεται σχοινί για την ανύψωση βαρέων αντικειμένων, καρούλι, μακαράςνεοελλ.τεχνολ. τροχός που είναι προσαρμοσμένος σε άξονα και τού οποίου το σώτρο είναι διαμορφωμένο για να δέχεται εύκαμπτο ατέρμονα ιμάντα μέσω τού οποίου μεταδίδει ή δέχεται περιστροφική κίνηση2. ανατ. (στον τ. τροχιλία) ονομασία που δίνεται σε ορισμένες αρθρικές επιφάνειες λόγω τής ομοιότητας τού σχήματός τους με τον παραπάνω τροχό (α. «τροχιλία τού βραχιόνιου οστού» β. «τροχιλία τού μηριαίου οστού»)3. φρ. α) «ελεύθερη τροχαλία»τεχνολ. τροχαλία που στρέφεται γύρω από τον άξονά της ελεύθερα χωρίς να εξαναγκάζεται να παρακολουθήσει τον άξονα αυτό στην περιστροφική του κίνηση και χωρίς να μεταδίδει σε άξονα ή σε τροχό την κίνηση που μεταδίδεται σ' αυτήνβ) «πάγια [ή σταθερή] τροχαλία»τεχνολ. τροχαλία σταθερά και αμετάθετα συνδεδεμένη με τον άξονά τηςγ) «πολλαπλή τροχαλία»τεχνολ. συνδυασμός περισσότερων τροχαλιών σε ένα ενιαίο σύστημαδ) «βαθμιδωτή [ή κλιμακωτή] τροχαλία»τεχνολ. όργανο μετάδοσης κινήσεως απαρτιζόμενο από πολλές ενωμένες τροχαλίες διαφορετικών διαμέτρων, το οποίο χρησιμοποιείται όταν η κινούμενη μηχανή απαιτεί διάφορες ταχύτητες λειτουργίαςε) «εκτατή τροχαλία»τεχνολ. διμερής τροχαλία συγκροτούμενη από ελαφρώς κωνικούς δίσκους, για χρήση με τραπεζοειδή ιμάντα, τού οποίου η ακτίνα περιελίξεως μπορεί να μεταβληθεί με αξονική μετάθεση τού ενός δίσκουστ) «τροχαλία τανύσεως»τεχνολ. ελεύθερη τροχαλία με την οποία επιτυγχάνεται η τοποθέτηση και τάνυση τής ερπύστριας ερπυστριοφόρου οχήματοςαρχ.φρ. «μετά τινος τροχιλίας»μτφ. με ευστροφία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχίλος* + κατάλ. -ία. Η λ. απαντά με ποικίλες μορφές στην Αρχαία, από τις οποίες στη Νέα Ελληνική διατηρήθηκαν οι τ. τροχαλία και τροχιλία].
Dictionary of Greek. 2013.